Wednesday, May 30, 2007

Στο μετρό

Οδωνύμια και προτομές επιφανών,διάσπαρτα σε κάθε πόλη,αναφορές σε πρόσωπα που κυκλοφορούν ανάμεσα στα βιβλία Ιστορίας και σε προσωπικές αφηγήσεις,ένα σωρό ονόματα ανασύρονται από τη μνήμη για να μας υπενθυμίζουν πως είμαστε τα άγνωστα θύματα του χρόνου,οι ανάξιοι της αθανασίας .Μείζον το Α και εμείς οι μικρές του ασυμφωνίες.
Και δεν είναι μόνο οι ευκλεείς μορφές της Ιστορίας που έρχονται να στάξουν φαρμάκι στην πληγή της θνητότητας,αλλά και αυτές που γεννήθηκαν στην άψυχη ύλη,
αποκυήματα της φαντασίας και του ταλέντου κάποιου δημιουργού,διεκδικώντας ως αυθύπαρκτες πλέον οντότητες τα ψιχία αιωνιότητας που τους αναλογούν,εκτοπίζοντας ίσως και τον ίδιο τον εμπνευστή τους από τη συλλογική μνήμη.
Βλέπω τώρα αυτό το κορίτσι με το ωραίο πρόσωπο που διασχίζει την έρημη αποβάθρα του μετρό,φθαρμένο από τη νεροτριβή της ρουτίνας,να μη συλλογάται πως δεν πρόκειται να μνημονευτεί πουθενά παρά μονάχα σε δύο πιθαμές από σμιλεμένο μάρμαρο και πως το κάλλος της μορφής της θα διασωθεί για λίγο μόνο,προτού χαθεί οριστικά,σε κάποιες φευγαλέες στιγμές μας νοσταλγικής αναπόλησης.

Tuesday, May 29, 2007

They're coming to get you,Barbara

Ο καημένος ο Τσίτσικοφ περιπλανιόταν στη Ρωσία,διέσχιζε τις αχανείς εκτάσεις της ρωσικής στέπας γυρεύοντας νεκρές ψυχές ενώ το σημερινό τηλεοπτικό σκηνικό,σε ένα μεγάλο μέρος του,θα διευκόλυνε κατά πολύ το έργο του μιας και το απλό πάτημα ενός κουμπιού είναι αρκετό για να αποκαλυφθεί ο νεφελώδης κόσμος των νεκροζώντανων:Περσόνες που φλυαρούν,κανιβαλίζουν,ενίοτε αυτοταπεινώνονται, που κοιτάζουν από την κλειδαρότρυπα,συμμετέχουν σε ένα ψηφιακό Κολοσσαίο με ακκίζοντες μονομάχους,ανθρώπινα θηρία και ψωνισμένους πιστούς(της διασημότητας και του εύκολου πλουτισμού).
Ο καταγγελτικός τόνος δεν υποδηλώνει αποστασιοποίηση από ένα κοινωνικό σώμα που πιθανώς νοσεί αλλά ίσως μόνο μια πτωχαλαζονική πεποίθηση πως εμείς αποτελούμε παροράματα της υπάρχουσας εικόνας.
Δυστυχώς αυτή η γυάλινη κοινωνία του υπερθεάματος που τρέφει και συντηρεί την υπερβολή στα τηλεοπτικά μουσεία του κιτς,όπως και αν τη δούμε,είτε ως απόρροια της χωλότητας του παραγωγικού συστήματος με την άνιση,σε σχέση με άλλους τομείς,ενίσχυση του τομέα της ψυχαγωγίας είτε ως πολυπόθητο ζητούμενο για τη διαιώνιση κάποιας δεδομένης κατάστασης αποχαύνωσης,διογκώνεται βαθμιαία,μολύνοντας όλο και περισσότερους,δίνοντας την (διαστρεβλωτική,όπως και η ίδια) εικόνα του "ατελείωτου χαβαλέ".
Δεν είμαι σίγουρος τελικά ποια από τις δύο λέξεις με ενοχλεί περισσότερο.

Friday, May 18, 2007

Οι ζωές των άλλων

Σαν μια καρτ ποστάλ σταλμένη σε φίλο που έχασε το ταξίδι φαντάζουν στα μάτια μου οι μικροί αφανείς πεζόδρομοι και οι κρυμμένες,από τις πυκνόφυλλες μουριές,πλατείες της πόλης,όπως γεμίζουν με τραπεζάκια και πλήθος κόσμου με τη δροσιά που φέρνει το βράδυ.
Ένα σμάρι από ανθρώπους,οι οποίοι,σε αντίθεση με τα συμπαθή θαλασσοπούλια που λαλούν θρηνωδώς στ'ακρογιάλι την ώρα του απογεύματος,μας μεταφέρουν πρόωρα μια νωχελική εικόνα του θέρους εν μέσω εύθυμων ασμάτων,φωνασκιών και τσουγκρισμάτων.
Και αφού η ευωχία προηγείται της μέθης,η αλήθεια αρχίζει να τραυλίζει πριν από τη γλώσσα.Όταν έρχεται η ώρα της απομαγνητοφώνησής της,εμείς,οι καθήμενοι σε διπλανά τραπέζια,γινόμαστε ακούσιοι ακροατές ξένων διηγήσεων που μας κάνουν να αισθανόμαστε μια μικρή δόση ζήλειας για τις ζωές των άλλων,παρόμοια με αυτή που νιώθουμε τη στιγμή που μας ενθουσιάζει η ανάγνωση ενός ξένου κειμένου.
Περιστατικά,πρόσωπα,τοποθεσίες,παντελώς άγνωστα και ασύνδετα με τις δικές μας εμπειρίες μάς προσκαλούν σε μια ταινία που δεν γνωρίζουμε το σενάριο της και η οποία συνεχίζει αργότερα,μέσα στη διάτρητη από φωτισμένα διαμερίσματα νύχτα,με τις βουβές παραστάσεις στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών,να μας θυμίζει πως στην κινηματογραφοφιλική Αθήνα οι ζωές των άλλων αντικατοπτρίζουν πρωτίστως το δικό μας βλέμμα,τη δική μας ζωή.

Monday, May 14, 2007

Συχνάζεις στα μικρά καφέ

Έσβησα την τηλεόραση ανίκανος να συνειδητοποιήσω πόση ασχήμια μπορεί να χωρέσει σε ελάχιστα λεπτά τηλοψίας.Έχω κόψει το τσιγάρο και σκέφτηκα πως λίγο περπάτημα στην Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τα ερημωμένα βαγόνια του ΟΣΕ στο Ρουφ θα καλμάριζε τα νεύρα μου.Δεν είχε υπερβολική υγρασία και έτσι στη συμβολή με την Ιερά οδό θα μπορούσα να θαυμάσω τα χρώματα του δειλινού μιας και στο σημείο εκείνο ανοίγει ένα μεγάλο κομμάτι του ουρανού.
Βρήκα ένα καφενεδάκι απόμερο και έκατσα να πιω κάτι,μακριά από τα στίφη αυτών που καταφτάνουν στην περιοχή όλο ύφος και έπαρση.
Λίγα τραπέζια και σώματα βαριά άρχιζαν να ρίχνουν τις σκιές τους στο γκρίζο πάτωμα.Το κάθε ένα από αυτά έχει και μια ιστορία να σου πει,μόνο που δεν είναι η αφήγηση αυτή που με γοητεύει αλλά ό,τι αποσιωπάται.
Θυμήθηκα τον παλιό καφενέ στη μικρή πλατεία του χωριού,όπου πήγαινα μικρός μαζί με τον παππού και άκουγα να μιλάνε σε μια γλώσσα που δεν πολυκαταλάβαινα όμως με έθελγε η μελωδικότητα της.Πρόσφυγες από τον Πόντο,βρήκαν σε εκείνο το χωριό των Σερρών έναν τόπο να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους.
Ο πιο αγαπημένος σε εκείνη την παρέα ήταν ο θείος Δημήτρης,ένας μακρινός ξάδερφος της μάννας μου.Άνθρωπος κιμπάρης με τη λαϊκότητα που συναντάς στον Χατζή ή στον Κόντογλου.Μετά τον θάνατο της γυναίκας του,τα παιδιά του θέλησαν να τον πάρουν στη Δράμα,να μείνει μαζί τους σε διαμέρισμα.
Έκλαιγε σαν μικρό παιδί όταν του το ΄παν.
"Γιώργη",έλεγε στον παππού μου,"σε όλη μου τη ζωή δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν.Γιατί τώρα θέλουν να με φυλακίσουν;"και συνέχιζε:"να με διώξουν για δεύτερη φορά από τον τόπο μου δεν θα τ'αντέξω".
Έλεγε την αλήθεια.Μαράζωσε και γρήγορα πήγε να συναντήσει τη γριά του.
Την τελευταία φορά που τον είδα,μια αδύναμη φλόγα τσίριζε δειλά στο αδειανό από λάδι καντήλι.Είχε από καιρό χορταριάσει το μνήμα και μόνο λίγα μικρά λουλούδια,κίτρινα και λευκά,ξεχώριζαν καθώς το διάφανο αεράκι που φυσούσε απαλά τα έκανε να γέρνουν ελαφρά προς το κρύο χώμα.
Δεν ξέρω τι με έκανε και τα θυμήθηκα όλα αυτά ενώ βρισκόμουν σε αυτό το ιδιότυπο αναχωρητήριο με τη λαϊκή μουσική και την παγωμένη μπύρα.
Ήταν μήπως το σούρουπο που ήδη άρχιζε να βάφει τα τζάμια του μαγαζιού με ένα μίζερο φως,τονίζοντας την εικόνα της διάλυσης και την παρελκυστική ατμόσφαιρα,τα μπουκάλια της Kaiser καθώς το ένα διαδεχόταν το άλλο,ή ο κιτρινισμένος φάκελος με το όνομα μου ως παραλήπτης και ένας σωρός επιστολών που είχαν στοιβαχτεί μέσα του;
Πλήθος λέξεων,αφημένες στο ξεθωριασμένο χαρτί,που δεν σημαίνουν τίποτε πια.Ποτέ δεν σήμαιναν.Εμείς επιλέγουμε την πλάνη.
Έβγαλα προσεκτικά όλα τα γράμματα,τις κάρτες και τις φωτογραφίες και άρχισα να τα σχίζω ένα ένα.Τα επώδυνα ενθυμήματα μετατρέπονταν σταδιακά σε αμέτρητα μικροσκοπικά κομμάτια χαρτιού,ώσπου ένα ξαφνικό φύσημα του ανέμου τα παρέσυρε από το τραπέζι μου.
Συνέχισα να πίνω την μπίρα,παρατηρώντας τα να έχουν σκορπίσει σε μια άκρη του σκονισμένου δρόμου,ανάμεσα σε ξερά χόρτα, και να μοιάζουν με μικρά λουλούδια,κίτρινα και λευκά.

Wednesday, May 02, 2007

Out of time man

Αν στις χαραυγές ξεχνιέμαι,τα απογεύματα υπάρχουν για να θυμάμαι.
Ίσως επειδή σε εκείνες τις βόλτες με το σύθαμπο θαρρούσα πως κάτι μαλάκωνε γύρω μου και εντός μου, τότε που ο ήχος του Εσπερινού μπερδευόταν με τις φωνές εκείνων που με βοηθούσαν να βρω τη δική μου φωνή.
Ο Morrissey και ο Cave,οι στέρεο νόβα και η Πλάτωνος, με στίχους που αφηγούνταν ελεγείες και σάτιρες,διέσχιζαν τα χρόνια που σαν ρυάκια μνήμης μετέφεραν ξερά,πεθαμένα φύλλα στα ήσυχα νερά τους για να δημιουργήσουν δίνες γύρω από ένα χαμένο κέντρο.Αυτό που εσφαλμένα μάλλον γύρευα σε περασμένες εικόνες:στους παλιότερους που γλίστρησαν στον κόσμο των σκιών,στους αυλόγυρους που σώπασαν για πάντα,σε όλα αυτά που ρήμαξαν.Και όσο καθαρότερα προσπαθούσα να διακρίνω αυτές τις εικόνες,τόσο ξεθώριαζε το νόημα τους.
Ναι,κάτι είχε οριστικά τελειώσει όπως οι έρωτες το καλοκαίρι,καθώς αυτό πλησιάζει στη δύση του,ή αντιστρόφως, το ίδιο το καλοκαίρι 'μόλις συνειδητοποιήσεις πως έχεις ερωτευτεί'.
Μόνο που ο ουρανός συνέχιζε να μου ξεδιπλώνει τη δύναμη του,το γλυκό,γαλήνιο φως του και μια απέραντη σιωπή,και ο αέρας,άλλοτε ελαφρύς και ψυχρός,άλλοτε υγρός και ζεστός,ανάδευε τις αγαπημένες έσω φωνές που ανέφερα προηγουμένως,φωνές που σαν Σειρήνες με καλούσαν κοντά τους.
Και αν εκείνη η νύχτα δεν μου είχε ανοίξει τα μάτια,αν δεν έψαχνα εκεί που ανθίζουν τα άγρια ρόδα,τα τριαντάφυλλα μιανής ημέρας,αν δεν ήμουν ένα μικρό αγόρι
με ματ συναισθήματα,τότε αυτό που νιώθω τώρα,περνώντας έξω από γνώριμες εισόδους πολυκατοικιών που χάσκουν στο ημίφως ψιθυρίζοντάς μου λησμονημένα ονόματα,αυτό το ακαθόριστο αίσθημα δυσφορίας στην περιοχή του στέρνου,
δεν θα το ονόμαζα λύπη,δεν θα το έλεγα πόνο.